Προς τον κ. Υπουργό Δικαιοσύνης, διαφάνειας και ανθρωπίνων δικαιωμάτων
Φέρες 10 Ιουνίου 2010
Κύριε Υπουργέ,
Ονομάζομαι Γιώργος Αποστολόπουλος και ζω, σήμερα, στον Έβρο.
Μέχρι πριν από επτά χρόνια ζούσα στην Κομοτηνή, όπου διατηρούσα και εργαζόμουν σκληρά σ΄αυτή, μια μικρή επιχείρηση παροχής υπηρεσιών ασφαλείας (security) η οποία βούλιαξε το 2003, κάτω από το βάρος μιας άσχημης συγκυρίας προσωπικών λαθών και λανθασμένων επιλογών, μιας άσχημης περιπέτειας με την υγεία μου, ψεύτικων υποσχέσεων εκ μέρους της πολιτείας και νόμων φτιαγμένων έτσι που να μη μ΄αφήσουν ν΄αναπτυχθώ παραπάνω από όσο χρειαζόταν για να μπορώ να πληρώνω τις υποχρεώσεις μου προς το δημόσιο.
Το δημόσιο, που ήθελα δεν ήθελα, το είχα συνεταίρο στην, κατά τα άλλα «ατομική» επιχείρησή μου. Ένας συνεταίρος που μόνο έπαιρνε απ΄το ταμείο, χωρίς ποτέ να δώσει τίποτα, χωρίς ποτέ να δουλέψει δίπλα μου στα ατέλειωτα ξενύχτια των φυλάξεων, χωρίς ποτέ να τρέξει μαζί μου στον ψυχοφάγο αγώνα για την είσπραξη των οφειλόμενων. Δεν επιδοτήθηκα ποτέ, Υπουργέ μου. Ούτε το βοήθημα που δινότανε στους νέους επαγγελματίες πήρα, γιατί, λέει, το επάγγελμά μου δεν ήταν στη λίστα. Όποιος άνοιγε ένα ψιλικατζίδικο για να απασχοληθεί αυτός και η γυναίκα του, το έπαιρνε αυτό το βοήθημα. Εγώ που φύλαξα μια πόλη και τη βιομηχανική της περιοχή δεν πήρα ποτέ τίποτα!
Ήρθατε τότε, οι πολιτικοί, και μου μιλήσατε για ανάπτυξη της Θράκης. Υποσχεθήκατε νόμους που θα φέρνανε επενδύσεις και δουλειά στον τόπο. Και με γελάσατε, κύριε. Δώσατε άπειρα χρήματα σε ψευτοεπενδυτές για να επιχειρήσουν στον τόπο μου. Ήρθανε οι απατεώνες – φίλοι της εκάστοτε κυβέρνησης- και στήσανε εργοστάσια – φαντάσματα για να αναπτύξουνε τάχα την παραμεθόριο περιοχή. Υποσχεθήκανε εκατοντάδες θέσεις εργασίας, συμφωνήσανε μαζί σας να απασχολήσουν ντόπιους άνεργους και στην συνέχεια λειτουργούσανε με έξι – εφτά άτομα προσωπικό κι αυτούς ξένους.
Δεν ελέγξατε ποτέ αν τήρησαν τη συμφωνία οι φίλοι σας. Αντίθετα συνεχίσατε να τους χρηματοδοτείτε. Κι όταν αυτοί τα μάζεψαν κι έφυγαν αφήνοντας πίσω τους κι άλλους άνεργους, εσείς πάλι δεν κάνατε τίποτα. Δώσατε στους ανθρώπους αυτούς χρήματα, που δεν ήταν δικά σας, για να αναπτυχθεί η Θράκη. Κι εκείνοι πήγαν και επένδυσαν τα χρήματα αυτά στις γειτονικές χώρες και βοήθησαν την ανάπτυξή στη Βουλγαρία και τα Σκόπια, αφήνοντας στη Θράκη μόνο χρέη και ακάλυπτες επιταγές, βυθίζοντας μικρομάγαζα σαν το δικό μου. Κάντε μια βόλτα στη ΒΙ.ΠΕ. Κομοτηνής, δείτε τα κουφάρια των ανεκπλήρωτων υποσχέσεων, δικών σας και δικών τους και θα καταλάβετε τι λέω.
Σε μια κίνηση απελπισίας, τότε, πήρα μια στίβα ακάλυπτες επιταγές που με είχανε φορτώσει αυτοί τους οποίους είχατε χρυσοπληρώσει για να με «αναπτύξουν» και πήγα στον Εισαγγελέα της έδρας ζητώντας του βοήθεια. Μου απάντησε πως δεν μπορεί να κάνει τίποτα, επειδή οι οφειλέτες μου ήταν ανώνυμες εταιρείες και πως θα πετούσα τα λεφτά μου αν προσπαθούσα να τους πιέσω να με πληρώσουν. Είχε δίκιο ο άνθρωπος και είναι ο μόνος που μου είπε την αλήθεια. Δεν τον άκουσα. Ξόδεψα εκατομμύρια σε δικηγόρους και κλητήρες, χωρίς ποτέ να πάρω κάτι απ΄τα χρωστούμενα. Σήμερα δεν έχω χρήματα να πληρώσω ένα δικηγόρο να μου παρασταθεί στη δύσκολη στιγμή μου. Το καλύτερο απ΄όλα; Το κράτος – συνεταίρος ήθελε το μερτικό του κι απ΄τα λεφτά που δεν εισπράχτηκαν ποτέ!
Με αδικήσατε Υπουργέ μου της δικαιοσύνης. Δεν φροντίσατε όταν τους δίνατε τα χρήματα, να φτιάξετε και τους κατάλληλους νόμους ώστε με τα χρήματα αυτά να κάνουν πράξεις τις υποσχέσεις. Μου τάξανε ανάπτυξη και μου δώσανε «πέτσινες» επιταγές. Μου τάξατε επιτυχία και μου φέρατε καταστροφή.
Τον καιρό της «δόξας» μου ήμουν απ΄τους αγαπημένους σας. Ένας πετυχημένος ντόπιος επιχειρηματίας, που έδινα δουλειά σε περισσότερο κόσμο απ΄όσο οι Χρυσοεπιχορηγούμενες Α.Ε.- πελάτες μου, πρόεδρος σε τρείς συλλόγους και μέλος του Δ.Σ. άλλων έξι, αγαπητός στην τοπική κοινωνία, απ΄τους πρώτους καλεσμένους στις διάφορες εκδηλώσεις και δεξιώσεις σας. Μέχρι που μου προτείνατε να γίνω δημοτικός σύμβουλος. Πιστεύατε, τότε, πως η παρουσία μου δίπλα σας θα τόνιζε τη λάμψη σας, νομίζατε πως θα μπορούσα να επηρεάσω ψηφοφόρους προς όφελός σας. Εκεί σας γέλασα, μια φορά κι εγώ. Ποτέ δεν είπα σε κανέναν, ούτε στη γυναίκα και τα παιδιά μου, ποιόν να ψηφίσει.
Με χειροκροτούσατε όταν, για χρόνια, με δικά μου έξοδα, επάνδρωνα το πυροφυλάκιο της Νυμφαίας, τη νύχτα, αφού η Πυροσβεστική Υπηρεσία δεν είχε το απαιτούμενο προσωπικό για να το κάνει. Με βραβεύσατε, γιατί ήμουν απ΄τους πρωτεργάτες που έστησαν το παράρτημα της Ελληνικής Ομάδας Διάσωσης στη Ροδόπη Με αποκαλούσατε ραχοκοκαλιά της οικονομίας τότε. Σήμερα, που δεν έχω να πληρώσω φυσικοθεραπευτή για τον διαλυμένο μου αυχένα, δε με θυμάται κανείς σας.
Ήμουν η καλύτερη παρέα, τότε, όπου βρισκόμουν γινόταν γλέντι.
Σήμερα, οι λίγοι φίλοι που μου απομείνανε, τις λίγες φορές που με επισκέπτονται, μου φέρνουν για δώρο τα αντικαταθλιπτικά μου, που ξέρουν πως δεν έχω τη δυνατότητα να αγοράσω. Το σπίτι μου ήταν πάντοτε γεμάτο κόσμο, τότε. Σήμερα ζω σ΄ένα καλύβι στο Δέλτα του Έβρου, ξεχορταριάζοντας αυλές, σκάβοντας μπαξέδες και ξεναγώντας τους επισκέπτες στο βάλτο για να επιβιώσω. Δεν παραπονιέμαι, πληρώνω τα λάθη μου. Πληρώνω όμως και τα δικά σας λάθη κι αυτό είναι αδικία κύριε Υπουργέ της δικαιοσύνης.
Κι εδώ ήρθατε και με βρήκατε κι εδώ με χειροκροτήσατε, γιατί ήμουν , λέει, ο ακρίτας και ο φύλακας των συνόρων. Και πάλι με γελάσατε. Λίγα χρόνια μετά, θελήσατε –στο όνομα κάποιας τάχα πράσινης ανάπτυξης και για λογαριασμό των συμφερόντων που θέλουνε να φτιάξουν bungalows στο Δέλτα- να με διώξετε κι από δω. Από ακρίτας έγινα καταπατητής απ΄τη μια μέρα στην άλλη!
Έτσι πήγε η ζωή μου, αυτή ήταν η επαφή μου με την πολιτεία και τους πολιτικούς της. Όπου ανταμώσαμε με πιάσατε κορόιδο, όποτε με ζυγώσατε ήταν για να με εκμεταλλευτείτε.
Με κοροϊδέψατε για χρόνια όταν οι δάσκαλοί μου στο σχολειό μου μαθαίνανε πως ο Τούρκος είναι ο εχθρός μου, όταν οι αξιωματικοί μου στο στρατό μου μιλάγανε για τη γενοκτονία των Ελλήνων της Μικρασίας ή με κοροϊδέψατε όταν είπατε πρόπερσι πως οι πρόγονοί μου πέθαναν λόγω συνωστισμού; Ποιο απ΄τα δύο είναι αλήθεια και ποιο ψέμα; Η γιαγιά μου πάντως που πέθανε δείχνοντας προς την Αίνο, μίλαγε για σφαγή.
Με κοροϊδέψατε όταν με κάνατε έφεδρο αξιωματικό, γιατί τάχα ήμουν καλύτερους απ΄τους άλλους. Μου πήρε χρόνια για να καταλάβω ότι απλά μου κλέψατε έξι επί πλέον μήνες απ΄τη ζωή μου και πως με θέλατε μόνο για να κάνω το άχαρο κομμάτι της δουλειάς και για να πληρώσω στο τέλος τα υλικά που είχανε χάσει οι επαγγελματίες του στρατού σας. Κανείς δε θα θυμάται σήμερα εκείνο το τρελό παιδί που το ΄87, χωρίς να του το ζητήσει κανείς, πέρασε νύχτα το ποτάμι, με το κουπί, για να δει αν οι Τούρκοι είχαν φέρει άρματα απέναντι. Κανείς, εκτός ίσως από κείνον τον συνταγματάρχη που με κοίταγε με γουρλωμένα μάτια, όταν του ΄λεγα πως στην άλλη όχθη δεν υπάρχει ψυχή.
Μα την έκφραση του προσώπου του, εγώ δε θα την ξεχάσω ποτέ. Ήταν το παράσημό μου εκείνο το βλέμμα. Κι ήταν καλύτερο απ΄οποιοδήποτε παράσημο θα μπορούσε να μου δώσει κάποιος από σας. Με κοροϊδέψατε όταν κάνατε πως δε βλέπατε τα 4 ένσημα που μου κόλλαγε ο εργοδότης μου, ενώ δούλευα 7 μέρες τη βδομάδα, 12 ώρες τη μέρα, για να μη χάσω τη δουλειά, να θρέψω τα παιδιά μου, να τα μεγαλώσω με αξιοπρέπεια, χωρίς να ζητώ ενίσχυση από γονείς και πεθερικά.
Με κοροϊδέψατε όταν μου τάξατε προκοπή κι ένα καλύτερο μέλλον αν έστηνα τη δική μου επιχείρηση και με εξαπατήσατε λέγοντάς μου πως είναι υποχρεωτικό να ασφαλιστώ, για να μου φυλάξετε τα χρήματα που πιθανόν δεν θα μπορούσα να αποταμιεύσω μόνος μου για την περίθαλψη και τα γεράματά μου. Με ξεγελάσατε όταν μου είπατε πως δεν μ΄αφήνετε να διαλέξω μόνος τον ασφαλιστικό μου φορέα, γιατί ο μόνος αξιόπιστος ήταν αυτός που διαλέξατε εσείς για λογαριασμό μου. Κι ύστερα πήρατε τα χρήματα αυτά και τα παίξατε, τα χάσατε στο τζόγο, στο χρηματιστήριο, στα δομημένα ομόλογα. Και συνεχίζετε να με κοροϊδεύετε κυνηγώντας τους απατεώνες με άσφαιρες επιτροπές και εξεταστικές του τύπου: «όσα κόμματα, τόσα πορίσματα», που δε θα στείλουν ποτέ κανένα κλέφτη στη φυλακή και το ξέρουμε όλοι.
Εγώ όμως θα πάω στη φυλακή Υπουργέ μου. Το δικαστήριο εξέδωσε απόφαση εξάμηνης φυλάκισης μου, επειδή δεν πλήρωσα τις εισφορές μου στο ΤΕΒΕ από το 2006 μέχρι το 2009. Μα η επιχείρησή μου βούλιαξε το 2003. Από τότε είμαι ανασφάλιστος. Τι μου προσέφερε όλα αυτά τα χρόνια το ΤΕΒΕ; (μπορεί εσείς να το λέτε ΟΑΕΕ, αλλά ο λαός σας το λέει ΤΕΒΕ, κύριε, και είναι η πιο σφιχτή θηλιά στο λαιμό του κάθε επαγγελματία).
Τι τους χρωστάω; Γιατί να τους πληρώσω; Τι θα μου προσφέρουν; Το ταμείο το βουλιάξατε εσείς, όχι εγώ. Όλοι πια ξέρουν πως ο μεγαλύτερος οφειλέτης προς τα ταμεία, ο χειρότερος κακοπληρωτής είναι το κράτος. Πήγε κάποιος από σας φυλακή για να πάω κι εγώ;
Γιατί να φυλακιστώ; Μήπως εγώ δεν ήθελα να είμαι ασφαλισμένος; Τα λεφτά μου έχασα. Δεν έκλεψα, δεν εξαπάτησα κανέναν. Μαζί με την επένδυσή μου έχασα και τα καλύτερα χρόνια της ζωής μου. Τόσος κόπος, τόσα όνειρα και τόσο μεράκι πήγαν χαμένα. Έχασα και την αξιοπρέπειά μου. Έγινα «αυτός που φαλίρισε», «αυτός που βάρεσε κανόνι». Επειδή είμαι φτωχός θα με φυλακίσετε; Τι θα κερδίσει το κράτος μ΄εμένα στη φυλακή; Τίποτα, αντίθετα θα επιβαρυνθεί με την διατροφή και την ιατροφαρμακευτική μου περίθαλψη.
Ποιο έγκλημα διέπραξα ώστε να χρειάζομαι σωφρονισμό; Κανένα και το ξέρετε. Ποιος κινδυνεύει από μένα και μου πρέπει εγκλεισμός; Κανείς και το γνωρίζετε. Με κλείνετε μέσα, για να εκβιάσετε εμένα και μέσα από μένα τους δικούς μου ανθρώπους, να σφιχτούν, να βρουν λεφτά, να πληρώσουν για να με βγάλουν. Για να μπορέσετε να συντηρήσετε την απάτη που εσείς λέτε ΟΑΕΕ κι εγώ ΤΕΒΕ, με τους εκατονταπλάσιους απ΄όσους χρειάζεται υπαλλήλους και τις μισές παροχές σε σχέση με τις εισφορές, από οποιαδήποτε ιδιωτική ασφαλιστική εταιρεία. Για να΄χετε κάπου να διορίζετε τους δικούς σας ανθρώπους, να μαζεύετε τους ψήφους.
Όμως όχι κύριε. Τούτη τη φορά δεν πιάνομαι κορόιδο. Ούτε εγώ ούτε οι δικοί μου έχουμε τα χρήματα, αλλά και να τα΄χα δεν τα΄δινα. Χίλιες φορές κρατούμενος, παρά ξανά κορόιδο. Το χρέος προς την πατρίδα μου το΄καμα. Το χρέος προς το κράτος, την πολιτεία σας –που καμιά σχέση δεν έχει με την πατρίδα μου έτσι πως την καταντήσατε- θα το πληρώσω στο κελί. Δεκάρα δε σας δίνω, γιατί δεν την αξίζετε, γιατί δε δουλέψατε για να την δικαιούστε.
Αλλάξατε πολλοί Υπουργοί δικαιοσύνης όλα αυτά τα χρόνια. Κανείς δεν είχε την τιμιότητα να πει: «αυτός ο νόμος που φυλακίζει νοικοκύρηδες γιατί φτωχύνανε, είναι άδικος, τον καταργώ». Μα αυτή η ανοησία πρέπει επιτέλους να σταματήσει. Ξέρετε Υπουργέ μου ότι σήμερα στη χώρα μας χρειάζεται κανείς περισσότερα χρήματα για να κλείσει μια επιχείρηση από όσα για να την ανοίξει; Ξέρετε άραγε πόσες εκατοντάδες χιλιάδων πολιτών είναι επιχειρηματίες μόνο στα χαρτιά και ψάχνουν μεροκάματο για να΄χουνε να φάνε; Επιχειρηματίες φαντάσματα, φορτωμένοι με νεκρές επιχειρήσεις που το μόνο που προσφέρουν πια είναι ποσοστιαίες μονάδες σε κάποιες κάλπικες στατιστικές. Σας βολεύει να λέτε πως είμαστε χώρα αυτοαπασχολούμενων;
Άνθρωποι σαν και μένα, σήμερα, δεν προσφέρουν τίποτα στην κοινωνία. Όχι γιατί δε θέλουν, αλλά γιατί δεν τους αφήνει το πτώμα που κουβαλούν στη ράχη τους. Γιατί δεν απλοποιείτε τα πράματα; Ίσως αν απαλλαγούμε απ΄το νεκρό βάρος να μπορέσουμε να προσφέρουμε κάτι στο σύνολο. Χρεοκοπημένοι είμαστε, όχι πεθαμένοι. Γιατί μας στερείτε το δικαίωμα της δεύτερης προσπάθειας; Εσείς αν δεν εκλεγείτε με την πρώτη, δε θα ξαναβάλετε υποψηφιότητα την επόμενη τετραετία; Αν δεν πάει καλά το εκλογικό σας ποσοστό, θα πάτε στη φυλακή;
Όλα αυτά βέβαια ισχύουν για μας τους μικρούς. Οι άλλοι οι μεγάλοι, οι φίλοι και σπόνσορες, όσες φορές χρεοκοπούν, άλλες τόσες επιδοτούνται. Κι αυτοί που πήραν τις επιδοτήσεις κι έφυγαν συνεχίζουν τη ζωή τους στη βίλλα τους στην Κούβα ή πάνε και ρίχνουν τη θαλαμηγό τους πάνω στις ξέρες του Αιγαίου. Εγώ ο εχθρός της έννομης τάξης πάω στη φυλακή, επειδή δεν είχα να πληρώσω για την ασφάλειά μου, για το γιατρό του παιδιού μου. Δικαιοσύνη Υπουργέ μου!
Αλλάξανε πολλοί λειτουργοί της Δικαιοσύνης όλον αυτόν τον καιρό. Κανείς δεν είχε τα κότσια να πει: «αυτός ο νόμος που κλείνει σπίτια είναι άτιμος. Δεν τον εφαρμόζω». Και πώς να το κάνετε; Κάτι τέτοιοι νόμοι είναι που γεμίζουν τα δικαστήρια με κατηγορούμενους, που δίνουν δουλειά στους συναδέλφους σας δικηγόρους. Κι αυτής της κυρίας με την παλάντζα, που χετε πάνω απ΄τα κεφάλια σας, δεν της βάλατε το πανί για να μη βλέπει ποιόν δικάζει, το βάλατε για να μη βλέπει ο κόσμος πως της τα΄χετε βγάλει τα μάτια από τη ρίζα. Και μάλλον την κουφάνατε κι όλας. Αλλιώς, δεν μπορεί, κάτι θ΄άκουγε απ΄το κλάμα ενός ολόκληρου λαού.
Ερήμην με δικάσανε, Υπουργέ μου. Δεν με ειδοποιήσανε να πάω στο δικαστήριο. Ίσως για να μην ακούσουνε αυτά που σου γράφω σήμερα. Δεν είναι που δε με βρήκανε, ξέρανε που μένω όταν ήταν να μου κοινοποιήσουν την απόφαση. Αυτή είναι η δικαιοσύνη, αυτή η διαφάνεια κι αυτά τα ανθρώπινα δικαιώματα που υπηρετείτε. Με κοροϊδέψατε όταν μου μιλήσατε για αλλαγή, με εξαπατήσατε όταν μου υποσχεθήκατε επανίδρυση του κράτους. Τίποτα δεν αλλάξατε, τίποτα δεν επανιδρύσατε. Ψέματα μου είπατε. Εκτός τόπου και χρόνου είσαστε όλοι σας. Έχετε χάσει κάθε επαφή με την πραγματικότητα και το λαό σας.
Μετατρέψατε το κοινοβούλιο σε μια εισπρακτική Α.Ε. που το μόνο που κάνει είναι να ψάχνει τρόπους και να ψηφίζει νόμους για να πάρει όσο γίνεται περισσότερα χρήματα απ΄τον πολίτη. Οι πολίτες σας αποκαλούν κλέφτες εκεί έξω αλλά μάλλον δεν το ακούτε ή αν το ακούτε δεν φαίνεται να σας απασχολεί. Οι πολίτες δε νοιάζονται αν τα χρήματα που πήρατε ήταν μίζα ή προεκλογική χορηγία. Πως θα διαπραγματευτεί μετεκλογικά ο Υπουργός με τον επιχειρηματία που του ΄δωσε χρήματα προεκλογικά για να γίνει Υπουργός; Ίσως στη δικαιοσύνη να περνούν τέτοια τερτίπια και η διαφορετική ονοματοδότηση του «δώρου» να αθωώνει. Η κοινή γνώμη όμως δεν γελιέται πια. Για τον απλό πολίτη τα πράματα είναι απλά: ή πήρες χρήματα ή δεν πήρες.
Ο κόσμος εδώ έξω έχει σχεδόν πειστεί ότι η μεγαλύτερη περιπέτεια της δημοκρατίας στην Ελλάδα δεν ήταν η χούντα αλλά η μεταπολίτευση. Το δίλλημα πλέον δεν είναι αν θα κυβερνήσει το ένα κόμμα ή το άλλο αλλά αν αυτός που θα μας απαλλάξει από σας θα είναι λοχίας, λόγιος ή επιχειρηματίας. Κι αυτό είναι ντροπή για κάθε δημοκράτη και για κάθε Έλληνα. Ξεφτιλίσατε τη δημοκρατία μέσα στο ναό της, το κοινοβούλιο. Ποιος μπορεί να μου εξηγήσει πως γίνεται σ΄ένα κοινοβούλιο που θέλει να λέγεται δημοκρατικό, να υπάρχουν κομματικές γραμμές; Γιατί ο δημοκρατικά εκλεγμένος βουλευτής πρέπει να ψηφίσει ενάντια στη θέληση των ψηφοφόρων του και της περιοχής που τον εξέλεξε για να προασπίσει τα συμφέροντά της και γιατί αν δεν το κάνει ο αρχηγός τον διώχνει από το κόμμα; Δεν αντιπροσωπεύει εμένα εκεί; Για να στηρίζει τον αρχηγό του τον έστειλα;
Είναι δημοκρατικό να διορίζει ο αρχηγός υπουργούς που δεν έχουν εκλεγεί απ΄το λαό; Αν είναι τι τους θέλουμε τους βουλευτές; Μόνο για να τους πληρώνουμε; Ας ψηφίζουμε έναν αρχηγό, να διαλέγει ποιους θέλει για υπουργούς, να κάνει τα κουμάντα του όπως καταλαβαίνει. Βλέπετε; Μόνοι σας απαξιωθήκατε. Εσείς κάνατε τον κόσμο να πιστέψει πως δεν σας χρειαζόμαστε, πως ο βουλευτής το μόνο που κάνει είναι θεατρινίστικα ξεσπάσματα, άσκοποι λόγοι γεμάτοι βερμπαλισμούς και επίδειξη ρητορικής δεινότητας και στο πηλίκον ουδέν!
Γιατί η υπουργός παιδείας στέλνει το παιδί της σ ένα σχολειό (ΙΒ θαρρώ το λένε) από το οποίο δεν μπορεί να μπεί παρά μόνο σε πανεπιστήμια του εξωτερικού; Δεν της κάνουν τα Ελληνικά; Υπουργός παιδείας είναι, ας τα κάνει καλύτερα. Εμένα όταν οι κόρες μου παίρνανε το πτυχίο τους από τα ΙΕΚ καμάρωνα Και συγχρόνως έκλαιγα που δεν είχα τα λεφτά να τις στείλω κάπου ψηλότερα.
Έτσι όπως κλαίω και σήμερα, στη σκέψη πως το 3,5 χρονών παληκαράκι μου (ένα δώρο που μου΄στειλε ο Θεός στα 47 μου, τότε, να γλυκάνει τη δυστυχία μου, να διώξει απ΄το χέρι μου το όπλο που μέρα με τη μέρα ζύγωνα πιο κοντά στο κεφάλι μου, να μου ξαναδώσει δύναμη και θέληση για ζωή) που είναι κολλημένο πάνω μου σα βδέλλα, θα πρέπει να ζήσει μακρυά μου όσο καιρό θα είμαι κρατούμενος. Για μένα, βλέπετε, δεν είναι τίτλος τιμής να μεγαλώνει το παιδί μου χωρίς πατέρα.
Σήμερα θα τις έστελνα κι εγώ έξω γιατί θα θεωρούσα ντροπή να μάθουν τα παιδιά μου γράμματα στο εκπαιδευτικό σύστημα που έδιωξε τη Χαρά Νικοπούλου απ΄το Μεγάλο Δέρειο.
Αυτά κι άλλα πολλά τέτοια κουβεντιάζει ο λαός σας σήμερα, Υπουργέ μου. Αυτά ρωτάει κι απαντήσεις δεν παίρνει. Δεν ήταν αναρχικοί, ούτε αντιεξουσιαστές που φωνάζανε τις προάλλες να καεί η βουλή. Άνθρωποι σαν εμένα ήτανε και σαν το συχωρεμένο τον πατέρα μου. Άνθρωποι που πιθανόν να μην έχουν ξαναπάει σε συλλαλητήριο ποτέ τους. Και το «να καεί» δεν ήταν μίσος ούτε κακία. Η τελευταία, η απελπισμένη λύση είναι. Όταν δεν αποδίδει κανένα άλλο μέσο, βάζεις φωτιά στο χωράφι για να ξεφορτωθείς τα ζιζάνια. Αυτό σας φώναξε ο κόσμος. Μα ούτε κι αυτό τ΄ακούσατε. Τίποτα δεν ακούτε πια.
Αμπαρωμένοι σ΄ένα δικό σας κόσμο, πολύ μακριά απ΄το δικό μου κι ακόμη μακρύτερα απ΄τον πραγματικό, θωρακισμένοι, κυκλωμένοι από σωματοφύλακες μη σας πειράξει κανείς, από μυαλοφύλακες μη τυχόν κι αλλάξει η σκέψη σας, από ψυχοφύλακες, μήπως αγγίξει κανείς την ψυχή σας και ξεφύγει κάποιο ίχνος ανθρωπιάς, από διορισμένους κόλακες που σας γλύφουν λέγοντας πως ότι κάνετε είναι σωστό και φροντίζουν να μη δείτε ποτέ την πραγματικότητα, απόμακροι κι απρόσιτοι, άτολμοι και άβουλοι εκτελεστές των εντολών που σας δίνουν ξένοι, πειθήνια όργανα μιας θολής παγκόσμιας διακυβέρνησης, στην οποία κάποιοι λίγοι από σας θα είναι κάτι λίγο κι υπόλοιποι, μαζί με μας, απολύτως τίποτα.
Τέλειωσε η εποχή σας κύριε. Μόνοι σας την τελειώσατε. Δεν θα΄χει πιά λαοθάλασσες στις συγκεντρώσεις σας. Ούτε οι «βολεμένοι» θα΄ρχονται πια από φόβο μη τους πάρει κι αυτούς η μπάλα. Ήδη άρχισαν να σας «κράζουν» στο δρόμο. Ο λαός ψάχνει να βρει αλλού τη σωτηρία. Δεν πιστεύουμε πως θα δώσουν τη λύση οι ξενόφερτοι σωτήρες, όσα δανεικά κι αν φέρουν, ούτε οι ξενοσπουδαγμένοι μας πολιτικοί που τά ΄μαθαν όλα εκεί έξω, εκτός απ΄το πώς σκέφτεται και αντιδρά ο λαός που ήρθανε να κυβερνήσουν. Ούτε και στους παλιότερους έχουμε εμπιστοσύνη. Επί 36 χρόνια οι ίδιοι άνθρωποι μας πήγαν απ΄το κακό στο χειρότερο, εξαφάνισαν τον όποιο πλούτο παρήγαγε η χώρα. Τι άλλαξε σήμερα και θα μας πάνε στο καλύτερο;
Και ούτε το: «δεν είμαστε όλοι ίδιοι» περνάει πιά. Αν υπάρχουν καλοί και κακοί στο κοινοβούλιο, τότε τα πράματα είναι απλά. Αν οι καλοί είστε περισσότεροι διώξτε τους κακούς. Αν πάλι είναι οι κακοί περισσότεροι ας σηκωθούν να φύγουν οι καλοί, να ξέρουμε τι μας γίνεται. Μα ούτε το ΄να θα γίνει ούτε τ΄άλλο. Η καρέκλα έχει κόλλα, έτσι δεν είναι; Ή μήπως είναι μέλι;
Έτσι είναι και το ξέρω, κύριε. Και, αντίθετα από σας, τις αποφάσεις μου τις έχω πάρει. Την ερχόμενη βδομάδα θα πάω στον κ. εισαγγελέα της Κομοτηνής για να εκτελέσει την ποινή που μου επέβαλε. Με το κεφάλι ψηλά θα πάω, να πληρώσω για τα λάθη μου, το μεγαλύτερο απ΄τα οποία είναι που πίστεψα σε σας και το νόμο σας και σας άφησα να με ξεγελάσετε τόσες φορές.
Κι αφού ξεχρεώσω ότι χρωστώ στην πολιτεία σας, θα περάσω στην απέναντι πλευρά του ποταμιού, να ζητήσω απ΄τους γειτόνους να με αφήσουν να στήσω εκεί το καλύβι μου. Είναι φιλόξενοι άνθρωποι, δε φαντάζομαι να μου αρνηθούν. Από κει και πέρα, όταν η χώρα που ζώ με πληγώνει, θα πονάει λιγότερο γιατί δεν θα είναι η πατρίδα μου. Δεν φεύγω χωρίς να πληρώσω το λογαριασμό, δεν με λένε Χριστοφοράκο και θέλω τα παιδιά μου να συνεχίσουν να φέρουν το όνομά μου με περηφάνια.
Θα φύγω για να ζήσει ο γιός μου μακριά από σας, μη μάθει πως φερθήκατε στον πατέρα του και γίνει αντιεξουσιαστής για να σας χτυπήσει. Γιατί εξουσία εξασκείτε όχι διακυβέρνηση. Γιατί εξουσιάζετε, δεν διοικείτε. Γιατί η εξουσία είναι βία και βία θα φέρει.
Δεν έγραψα για να ζητήσω χάρη, δε σας την κάνω τέτοια χάρη. Δε θέλω κάποιο ρουσφέτι, θέλησα να μιλήσω στον υπουργό της δικαιοσύνης, για τις αδικίες που, χρόνια τώρα, βασανίζουν τον τόπο μου και τους ανθρώπους του. Δεν έγραψα την ιστορία της ζωής μου, την ιστορία του Θρακιώτη μικρομεσαίου της γενιάς μου σας αφηγήθηκα και την ιστορία του πολιτικού της γενιάς σας έτσι όπως την είδαμε εμείς.Θέλησα να μοιραστώ την πίκρα μου με τον Υπουργό, γιατί είμαι σίγουρος πια πως τα βογγητά του λαού δεν φτάνουν στα υπουργεία και αυτό είναι αδικία κύριε Υπουργέ της δικαιοσύνης.
Γιώργος Κ. Αποστολόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
• Κάθε γνώμη είναι σεβαστή, αρκεί να αποφεύγονται ύβρεις και προσβλητικοί χαρακτηρισμοί, και πολύ περισσότερο σε προσωπικό επίπεδο.