Αναζητηση αυτου του ιστολογιου

Τετάρτη 14 Ιουλίου 2010

ΕΡΩΤΗΣΗ ΒΟΥΛΕΥΤΗ Κ. ΔΕΡΜΕΝΤΖΟΠΟΥΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΑΥΞΗΣΗ ΦΠΑ ΣΤΙΣ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΑΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ

ΕΡΩΤΗΣΗ

      ΠΡΟΣ 

  • τον κ. Υπουργό  Πολιτισμού & Τουρισμού
  • τον κ. Υπουργό Οικονομικών
  • την κ. Υπουργό Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας & Ναυτιλίας

ΘΕΜΑ«Αύξηση του ΦΠΑ στις ξενοδοχειακές υπηρεσίες».
   Τις τελευταίες ημέρες διέρρευσαν κάποιες  πληροφορίες σχετικά με πιθανή μετάταξη των ξενοδοχειακών υπηρεσιών από τον συντελεστή ΦΠΑ 11% που ισχύει σήμερα, στον ανώτατο συντελεστή 23%. Μια τέτοια απόφαση έχει προφανή αντιαναπτυξιακό χαρακτήρα με παραμέτρους και πραγματικές αρνητικές επιπτώσεις στον τουρισμό της χώρας.

   Οι  ξενοδοχειακές υπηρεσίες, στα πλαίσια  της ψηφιακής οικονομίας και της  παγκοσμιοποίησης της τουριστικής  αγοράς, έχουν προσλάβει χαρακτηριστικά χρηματιστηριακού προϊόντος (commodity), με συνέπεια οι τιμές των παρεχομένων υπηρεσιών να προσδιορίζονται, στο μεγαλύτερο βαθμό τους, από τον ανταγωνισμό και τη διεθνή ζήτηση τους. Μια αύξηση της τάξης του 12% στην τελική τιμή, σε συνέχεια μιας αύξησης 2% που επιβλήθηκε φέτος, θα θέσει αυτόματα το ελληνικό τουριστικό προϊόν εκτός αγοράς με καταστροφικές συνέπειες για το σύνολο της οικονομίας της χώρας. Εξυπακούεται ότι υπάρχει σοβαρότατος κίνδυνος για τεράστιο αριθμό τουριστικών επιχειρήσεων να οδηγηθούν αναγκαστικά σε διακοπή της λειτουργίας τους.
   Οι  ανταγωνίστριες χώρες, τόσο στη ζώνη του Ευρώ όσο και στους δολαριακούς προορισμούς, επιβαρύνουν το προϊόν τους με συντελεστές ΦΠΑ, σημαντικά χαμηλότερους του ισχύοντος 11% στη χώρα μας. Ενδεικτικά αναφέρω ότι οι αντίστοιχοι συντελεστές είναι στη Γαλλία 5,5%, στην Πορτογαλία 5%, στην Ισπανία 7%, στην Τουρκία 8%, στην Γερμανία 7% κλπ. Παρατηρούμε ότι όλες αυτές οι χώρες, παρόλο που έχουν προχωρήσει σε σοβαρή δημοσιονομική προσαρμογή, δεν αυξάνουν το συντελεστή ΦΠΑ στις υπηρεσίες διαμονής.
   Οι  τουριστικές επιχειρήσεις έχασαν το 2009 ένα ποσοστό 16% των εσόδων τους. Φέτος, εν μέσω κρίσης, γενικής αρνητικής συγκυρίας, συνεχούς δυσφήμισης του τουριστικού μας προϊόντος, καθολικής έλλειψης στρατηγικού σχεδιασμού και μηδενικής υποστηρικτικής προβολής του τουρισμού μας, το μοναδικό μέσο μάρκετινγκ που είχαν στη διάθεσή τους οι επιχειρήσεις για να στηρίξουν το ελληνικό προϊόν στη διεθνή τουριστική αγορά, ήταν οι τιμές των ξενοδοχείων, οι οποίες, όπως όλοι διαπιστώνουν και αναγνωρίζουν, θα κυμανθούν κατά 10 – 15% χαμηλότερα σε σχέση με το 2009. Τα στοιχεία αυτά μάλιστα αφορούν τον εξαγώγιμο τουρισμό που αποτελεί περίπου το 80% του τουρισμού της χώρας. Με βάση τα ανωτέρω δεδομένα, εκτιμάται ότι θα είναι ελάχιστες έως μηδαμινές οι ξενοδοχειακές επιχειρήσεις που τα αποτελέσματά τους θα εμφανίζουν κάποια οριακή κερδοφορία στο τέλος του 2010.
   Μια περαιτέρω επιβάρυνση 12% με προφανή  αδυναμία των επιχειρήσεων να την  μετακυλήσουν, έστω και κατ’ ελάχιστο, στον καταναλωτή ή στους συνεργάτες τους (tour operators), θα έχει ως αποτέλεσμα την οικονομική απαξίωση των επιχειρήσεων, τη διακοπή λειτουργίας πολλών εξ αυτών, την αδυναμία εξυπηρέτησης δανείων και υποχρεώσεων, την αδυναμία διατήρησης του αριθμού των εργαζομένων τους και τελικώς τη σωρευτική απώλεια πολύτιμων εσόδων, που είναι αναγκαία για την κλυδωνιζόμενη οικονομία μας.
   Η τουριστική δραστηριότητα αποτελεί τη βασική αναπτυξιακή διέξοδο για  την απασχόληση και την έξοδο  από την κρίση για τη χώρα μας. Επιβάλλεται να αποφεύγεται κάθε ενέργεια που πλήττει τη βιωσιμότητα  και προοπτική του τουρισμού μας, με δυσανάλογα μάλιστα χαμηλά προσδοκώμενα οφέλη.
   Ενόψει  όλων αυτών
   Ερωτώνται οι κ.κ. Υπουργοί
   Εάν υπάρχει πρόθεση  για μετάταξη των  ξενοδοχειακών υπηρεσιών από τον συντελεστή ΦΠΑ 11% που ισχύει σήμερα, στον ανώτατο συντελεστή 23% και εάν προτίθενται ενόψει των προαναφερομένων και των αντίθετων θέσεων και του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου Ελλάδος, με την ιδιότητα του θεσμικού συμβούλου της Πολιτείας για θέματα τουρισμού, να αναθεωρήσουν την απόφασή τους αυτή. 
Ο Ερωτών Βουλευτής

 
Αλέξανδρος  Δερμεντζόπουλος
Βουλευτής Έβρου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

• Κάθε γνώμη είναι σεβαστή, αρκεί να αποφεύγονται ύβρεις και προσβλητικοί χαρακτηρισμοί, και πολύ περισσότερο σε προσωπικό επίπεδο.